Στις θάλασσες της ζωής και του θανάτου
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ*
Δημοσίευση 7/10/2022
Κλείνεις τα μάτια και φέρνεις μπροστά σου την καλοκαιρινή εικόνα της παραλίας Πεταλίδι, εκεί μετά τη Θερμή. Πλατάνια μέχρι τη θάλασσα, κροκάλες στην αρχή, άμμος μόλις φύγεις λίγο πιο μέσα. Έξω τραπεζάκια και καρέκλες από το μικρό ξενοδοχείο, σιγανή μουσική ταυτόχρονα με τις φωνές των τζιτζικιών. Μερικές φορές μείναμε μέχρι αργά τη νύχτα• τους απογευματινούς καφέδες διαδέχτηκαν μπύρες και σουβλάκια.
Τώρα κομπιάζεις• σκέφτεσαι απλωμένα πτώματα ανθρώπων, κάτω απ’ τα πλατάνια, παρακεί οι διασωθέντες, ασθενοφόρα, γιατροί, διασώστες. Όχι εθελοντές δεν είχε, γιατί έχει ποινικοποιηθεί – ξανά – η προσφορά βοήθειας στον άλλο, στον άνθρωπο που έρχεται στο νησί σου. Οι διασωθέντες τράβηξαν για το βουνό, πάνω απ’ τους ελαιώνες, κρύφτηκαν στα ρουμάνια των πρίνων, των σκίνων και της αγριαελιάς. Φοβούνται τους άλλους ανθρώπους, την τοποθέτηση σε άλλη βάρκα, τη βίαιη επιστροφή• την επαναπροώθηση. Πώς το είπε ο ονομαζόμενος υπουργός Μετανάστευσης; Αναχαίτιση κι όχι επαναπροώθηση! Ας γελάσω, που θα ’λεγε κι ο Καραγάτσης.
Μόνο που στην περίπτωση του ναυαγίου, στη θαλάσσια περιοχή Θερμή της Λέσβου, δεν έχουμε περιγραφή από κάποιο μυθιστόρημα κι ούτε παρακολουθούμε θεατρικό έργο. Και στις δυο περιπτώσεις, όσο κι αν σφίγγεται το στομάχι μας, γνωρίζουμε ότι είναι εικονικό αυτό που λαμβάνουμε.
Τις προάλλες διαβάσαμε θετικά σχόλια για την τηλεοπτική σειρά «Γλυκάνισος», η οποία διαδραματίζεται στο ίδιο νησί• σ’ αυτή ένας ντόπιος και πλούσιος, ερωτεύεται μια πρόσφυγα. Ακούσαμε για την ανθρώπινη, θετική πλευρά της κοινωνίας, της ζωής των ανθρώπων. Σίγουρα κάποιοι/κάποιες θα δημιουργήσουν σχέσεις με άτομα από τις χώρες που πηγαίνουν. Οι περισσότεροι θα μείνουν και θα ζήσουν μακριά από τους ντόπιους. Έτσι γίνεται για μεγάλο διάστημα, στην ιστορία της μετανάστευσης και της προσφυγιάς.
Διαβάζουμε επίσης, σε ανακοινώσεις σημαντικών διεθνών φορέων που ασχολούνται με τους πρόσφυγες, ότι πρέπει να εξευρεθούν τρόποι ώστε «να βελτιώσουμε τις διόδους για ασφαλή και νόμιμη μετανάστευση». Απ’ την άλλη οι περισσότεροι εδώ και τρία χρόνια φωνάζουν «να φύγετε, να πάτε αλλού», «να μείνετε στις χώρες σας».
Δύσκολη η ισορροπία, η ανταλλαγή ήρεμου γνωστικού λόγου και αντίλογου. Κάποιοι από εμάς δεν μπαίνουν, με τέτοιο καιρό (6 – 8 μποφόρ), στα μεγάλα καράβια της γραμμής για να ταξιδέψουν. Κι ούτε πηγαίνουν διακοπές σε μακρινά μέρη. Μπορούμε, εν μέρει, να εικάσουμε γιατί αυτοί οι άνθρωποι μπαίνουν σε βάρκες, βάζουν και τα παιδιά τους, για να πάνε σε κάποια άλλη χώρα. Θέλουν να ξεφύγουν, μάλλον, από μια κατά πολύ χειρότερη ζωή και κατάσταση.
Τι κάνουμε, τι μπορεί να γίνει όταν ξεχαστεί το τελευταίο ναυάγιο. Εκτός από τα προγράμματα των δυτικών χωρών, μήπως πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα στον τόπο γέννησής του; Με υποστήριξη εκεί, στις πατρίδες των απελπισμένων κι όχι στα σύνορα;