Τρίτη προσφυγική γενιά στην Ελλάδα. Εκκρεμότητες και απαιτήσεις
Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή- Γράφει ο ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ
Δημοσίευση 25/8/2022
Η τρίτη γενιά των προσφύγων του ’22, είναι η γενιά της «καμπής», η οποία ταυτίζεται, λίγο ή πολύ, με τη γενιά της μεταπολίτευσης. Γνώρισε τα νέα ιδεολογικά ρεύματα και συμμετείχε στα κοινωνικά κινήματα. Ενσωματωμένη πλήρως στο ελλαδικό περιβάλλον, πρόλαβε να γνωρίσει τους πρόσφυγες - παπούδες και γιαγιάδες της πρώτης γενιάς, οι οποίοι μέχρι το τέλος της ζωής τους θεωρούσαν ότι η αληθινή τους πατρίδα βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και είχαν να διηγηθούν πλήθος ιστοριών από το Ολοκαύτωμα που προκάλεσε ο τουρκικός εθνικισμός, από την εγκατάλειψή τους από το ομοεθνές κράτος και από το ρατσισμό που συνάντησαν στον ελλαδικό χώρο από τους γηγενείς.
Στην εποχή που μεγάλωσε η τρίτη γενιά, είχε αποσυνδεθεί πλέον πλήρως η ιδιότητα του περιθωριοποιημένου ατόμου, με την καταγωγή από τις πατρίδες της Ανατολής.
Η δεύτερη γενιά ήταν ήδη αποδεκτή από την ελλαδική κοινωνία, και η κοινωνική της άνοδος εξασφάλισε στην τρίτη γενιά παρόμοιες συνθήκες με αυτές των γηγενών.
Η έκφραση της τρίτης γενιάς δεν είναι ενιαία. Οι περιοχές προέλευσης, οι τόποι εγκατάστασης, ο βαθμός αφομοίωσης, η συνειδητοποίηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών και ιστορικών στοιχείων, η συναισθηματική σχέση με τη Μικρά Ασία, διαμορφώνουν ποικιλία εκφράσεων και μορφών. Παρότι δεν υπάρχουν πολλές ερευνητικές εργασίες, οι οποίες να επιχειρούν την αποτύπωση της ταυτότητας της τρίτης γενιάς των προσφύγων του ’22, εν τούτοις οι σύγχρονες τάσεις, καθώς και η επανεμφάνιση μιας νέας εθνοτοπικής μικρασιατικής ταυτότητας, είναι πλέον ορατές.
Η τρίτη γενιά βιώνει το ρόλο της ως κλειδί για την επιβίωση του μικρασιατικού ελληνισμού και την καταγραφή του ως ιδιαίτερης ομάδας των Ελλήνων, ισότιμα με τις υπόλοιπες τοπικές ομάδες που διατηρούν γεωγραφικό χώρο αναφοράς στα όρια του σύγχρονου κράτους. Η ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που λαμβάνει υπόψη τις σύγχρονες προσεγγίσεις. Μένει έκπληκτη όταν ανακαλύπτει τις παραδοσιακές ελλαδικές τοποθετήσεις, που υποβαθμίζουν το μικρασιατικό ελληνισμό. Τις τοποθετήσεις αυτές, τις αντιμετωπίζει πλέον ως ρατσιστικές αντιμικρασιατικές εκδηλώσεις.
Για την τρίτη γενιά, η μικρασιατική τραγωδία αποτελεί μια Ύβρι, για την οποία δεν έχει επέλθει καμιά κάθαρση. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, ο φάκελος της μικρασιατικής τραγωδίας δεν έχει ακόμα ανοίξει. Η απόλυτη συνενοχή δημιούργησε την ψευδαίσθηση του τέλους του δράματος. Όμως στην ιστορία εκκρεμότητες δεν επιτρέπονται. Η αναγνώριση του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος αποτελεί αίτημα προς το ελληνικό κράτος κατ΄αρχάς, την Τουρκία στη συνέχεια και τον υπόλοιπο κόσμο μετά. Παράλληλα, οι Μικρασιάτες ζητούν την έκφραση συγγνώμης απ’ όσα κόμματα θεωρούν ότι αποτελούν συνέχεια των κομμάτων της δεκαετίας του ’20. Όσοι θεωρούν τον εαυτό τους απόγονο του Λαϊκού Κόμματος και των βασιλικών, ή απόγονο του βενιζελισμού, ή απόγονο του ελλαδικού κομμουνισμού, θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τα λάθη των πολιτικών τους προγόνων και να ζητήσουν τη συγχώρεση από τους επιγόνους των θυμάτων της μεγάλης ανθρωποσφαγής που προκάλεσαν με την πολιτική τους.
Στο πλαίσιο αυτής της συγνώμης, θα έπρεπε να αποδοθούν στις μικρασιατικές οργανώσεις τα όχι ευκαταφρόνητα υπόλοιπα της Ανταλλάξιμης Περιουσίας, τα οποία μάλλον καλούνται να υπηρετήσουν τη μαύρη τρύπα του προϋπολογισμού. Για δεκάδες χρόνια, η τεράστια αυτή περιουσία, η οποία ανερχόταν μόλις στο ένα δέκατο των περιουσιών που άφησαν οι Μικρασιάτες στις πατρίδες τους, υπήρξε πηγή πλουτισμού των ημετέρων και εξυπηρέτησης των ρουσφετολογικών αναγκών του συστήματος. Η ορθολογική αξιοποίησή της από τους σύγχρονους Μικρασιάτες θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για τη μελέτη του ελληνισμού της Ανατολής. Εξάλλου, στόχος της τρίτης γενιάς, είναι να θέσει τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας μικρασιατικής ιστοριογραφίας, εφόσον αυτή που κυριαρχεί παραμένει βαθύτατα παλαιοελλαδική, όσον αφορά το σύνολο των αξιωμάτων της.
Παράλληλα με την καταγραφή της μικρασιατικής διάστασης στον ελλαδικό χώρο, βασικός στόχος παραμένει η επιστροφή στη γενέθλια γη. Η Ιερουσαλήμ της τρίτης γενιάς βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η επιστροφή αυτή σχετίζεται με μια προσωπική, εσωτερική λειτουργία, που καθόλου δεν εξαρτάται από τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Μια επιστροφή που πρέπει να σεβαστεί το παρόν και να το συνθέσει με αυτή τη βαθύτατη εσωτερική ανάγκη.
Είναι μια επικίνδυνη ισορροπία. Από τη μια, προσπάθεια να αναγνωριστεί το Μικρασιατικό Ολοκαύτωμα και να καταγγελθούν οι προσπάθειες της τουρκικής εξουσίας να αποκρύψει την ελληνική προέλευση των αρχαίων και βυζαντινών μνημείων και από την άλλη να προαχθούν οι καλές σχέσεις με το λαό που κατοικεί στα δικά μας χωριά και στα δικά μας σπίτια, αλλά έχει την ίδια μοίρα με μας. Όχι απλά γιατί είναι «λαός», αλλά γιατί είναι και αυτοί πρόσφυγες της ίδιας εποχής, διωγμένοι αντιστρόφως από τους δαίμονες του ίδιου πολέμου. Γιατί, ίσως, κοντύτερα στην τρίτη προσφυγική γενιά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας να βρίσκεται η τρίτη προσφυγική γενιά των μουσουλμάνων Κρητικών, ή των βαλαάδων Μακεδόνων ή των τουρκόφωνων ή αλβανόφωνων ή σλαβόφωνων μουσουλμάνων της Βόρειας Ελλάδας, που η Συνθήκη της Λωζάννης τους έστειλε στα ελληνικά χωριά και πολιτείες της Μικράς Ασίας.