Ενθύμηση και μνημοσύνη
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ*
Δημοσίευση 27/6/2022
«Άντε μωρέ παιδιά ας παίξουν τα βιολιά, τα λαούτα, τα σαντούρια, τα τουμπελέκια, τα φυσερά, όπως τότε στην πατρίδα μας», είπε ο αφηγητής στο Κάτω Κάστρο το βράδυ της Δευτέρας. Και έπαιξαν καρσιλαμάδες, συρτά, μπάλους, χασάπικα και τον αέρινο αντικριστό απτάλικο• οι χορευτές του μόλις που πατάνε στη γη. Οι δέσμες φωτός των προβολέων πέφτουν πάνω στον ακριανό, επιθαλάσσιο πύργο. Απ’ τα ανοίγματα των τειχών περνάνε οι φωτισμοί από τη μικρασιατική γης, το χιλιοτραγουδισμένο Αϊβαλί, και τα παράλια του Σαρμουσάκ.
Κλείνεις τα μάτια κι ακούς τις μουσικές απ’ την ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής του Μουσικού σχολείου Μυτιλήνης. Δεκαετίες τώρα διακονούν τη μουσική, ευφραίνουν τη ψυχή μας οι μαθητές κι οι καθηγητές του σχολείου• στολίδι για τη Λέσβο.
Ήταν μια βραδιά ενθύμησης και μνημοσύνης στη Μικρά Ασία• για την πατρογονική γη πολλών μας. Ο νους κι η καρδιά διχασμένα. Τραγούδια, μουσικές και χορούς έχουμε στις χαρές, στις γιορτές. Τώρα έχουμε τα 100χρονα της Μικρασιατικής Καταστροφής. «Από ξένο τόπο κι αλαργινό» ακούγεται από την ορχήστρα. Αχ! Πώς ο τόπος γίνεται ξένος, χάνεται, αλαργεύει. Δακρύζεις, δέχεσαι τις μουσικές, τους χορούς ως ενθύμηση και μνημοσύνη. Έτσι αποδέχεσαι, εν μέρει, την ισορροπία στους λογισμούς σου.
Στη σκηνή δρώμενο του μεγάλου διωγμού, από καρσί, κατά την αϊβαλιώτικη λαλιά. Τα καλά χρόνια, τα μπερεκέτια κάθε είδους και μορφής, ως που ήρθε το ξέσπασμα, η φωτιά, ο διωγμός, το φόρτωμα σε λογής λογής πλεούμενα• κι ακολούθησε η φυγή κι ο ερχομός σε νέα γη• η προσφυγιά.
Πίσω μου τα αναστηλωμένα σπίτια του κάστρου. Τα τουρκόσπιτα, που στέγασαν Έλληνες πρόσφυγες, κατά πως λένε οι μαρτυρίες κι οι φωτογραφίες της εποχής. Τώρα ενταγμένα στην ανάπλαση του χώρου που πραγματοποιεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων του νησιού.
Τουρκόσπιτα, προσφυγόσπιτα, οίκοι ανοχής στη συνέχεια, ερείπια κατόπιν και στέγη πολιτισμού στις μέρες μας. Πόσα έχουν να μας αφηγηθούν οι πέτρες, τα χώματα, τα βράχια κι η θάλασσα. Έρχεται και σπάει πάνω στα τείχη. Η αλισάχνη αιωρείται από πάνω μας, συναντά τις φωτεινές δέσμες και φεύγει προς τον ουρανό. Συναντά τις ψυχές των προγόνων μας, συνομιλεί μαζί τους, αλλά και σιωπά.
Φεύγουμε σιωπηλοί, κρατάμε ήχους και εικόνες του χθες και του σήμερα. Χρόνους και χρόνους οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται στις δυο στεριές• τη μεγάλη στεριά και το νησί. Κι ανάμεσά τους η θάλασσα, να τους ενώνει και να τους χωρίζει, κατά περίπτωση. Τ’ αεράκι παίρνει τι θλίψη, τον πόνο όσο γίνεται. Δροσίζεται η ψυχή, αλαφρύνει το βάρος της Ιστορίας. Μας κάνει σκεφτικούς. Να μπορούσαμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Αν…