9 Σεπτεμβρίου. «Τουρκόσπορος» γαρ…
97 χρόνια μετά
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 9/9/2019
«Πρὸς δὲ ταύτῃσι καὶ μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν καὶ ὤμοσαν μὴ πρὶν ἐς Φώκαιαν ἥξειν πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι»
Για τους καημένους τους Φωκαείς ο λόγος που κυνηγημένοι από τους Πέρσες, πικραμένοι για τη μοίρα τους «ρίξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας ένα κομμάτι σίδερο κι ορκίστηκαν να μην ξαναγυρίσουν στη Φώκαια, πριν το κομμάτι αυτό το σίδερο ξανάβγει πάνω στην επιφάνεια».
Περιγράφει ετούτη την αρχαία προσφυγιά ο Ηρόδοτος στις «Ιστορίες» του. «Οι Φωκαείς κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, έβαλαν μέσα παιδιά, γυναίκες και κινητή περιουσία, κι ακόμη τα αγάλματα από τους ναούς των και τα άλλα αφιερώματα, εκτός απ᾽ ό,τι ήταν χάλκινο ή από πέτρα ή ζωγραφιστό· όλα τα άλλα τα έβαλαν μέσα στα πλοία τους και ξεκίνησαν».
Μα, γράφει ο παππούς Ηρόδοτος πιο κάτω, «τούς πήρε ο πόθος κι η λύπη για την πόλη και τα χώματά τους, και πατώντας τον όρκο τους έβαλαν πλώρη ξανά για τη Φώκαια». Επέστρεψαν…
Από τότε περάσαν 2.600 χρόνια. Φωκαείς και Μιλήσιοι και Σμυρνιοί και Περγαμηνοί, Μικρασιάτες από κάθε πόλη και χωριό φύγαν πικραμένοι, πεινασμένοι, πονεμένοι γύρισαν και ξαναφύγαν. Το σίδερο που ρίξανε στο βυθό της θάλασσας οι μακρινοί παππούδες τους οι Φωκαείς θαρρείς κι ανεβοκατέβηκε στον αφρό, μια δυο τρεις πολλές φορές.
Σαν σήμερα λοιπόν, 9 Σεπτεμβρίου 97 χρόνια πριν. Η δική μου Έξοδος. Κι από τότε πολλές πολλές επιστροφές. Σαν αυτές των Φωκαέων.
Στο σπίτι του πατέρα, των παππούδων και των προπαπούδων… Που στέκει. Εκεί. Στην Άγια Πέργαμο.
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη»
γράφει ο μεγάλος Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης.
Και χρόνια μετά σα να του απαντά, ο χωριανός μας ο Γιώργος Σεφέρης λέει:
«Θυμάμαι ακόμη
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
Κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».
Τι είναι όλο ετούτο;
Είναι ένα ντέρτι. Η προσφυγιά είναι πληγή, αγιάτρευτη και την αντέχεις, τη νταγιαντάς μοναχά σαν την κάνεις αμανέ, ποιήματα, ζωγραφιές, κεντήματα, παραμύθια, βιβλία.
Και προπάντων είναι γνώση. Πως είμαστε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα προσφύγων. Να το θυμόμαστε κι ανάλογα να πράττουμε σήμερα. Στη μνήμη τους ...
Για να χαμογελούν από εκεί πάνω και να πουν χαλάλι ο πόνος τόσα πολλά χρόνια στους Άγιους Συνοικισμούς, στους καταυλισμούς προσφύγων της Ελλάδας.
Έσεται γαρ ημάς νόστιμον ήμαρ