Ήταν ένα μικρό καράβι
Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ Δημοσίευση 15/4/2021
Και μόνο η αφιέρωση ενός μικρού βιβλίου από τον άγνωστό μου Ροδόλφο Σταματίου, σε παρακινεί να γράψεις δυο λόγια, έστω κι αν δεν είσαι βιβλιοκριτικός.
Αφιερώνεται λοιπόν :
«Στη μελαγχολία του ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ, όταν αυτοκτόνησε
Στο παράπονο του ΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ, που όταν από την «Σωτηρία» τον πήγαιναν για εκτέλεση, στο «Γεια σας σύντροφοι» δεν του απάντησε κανένας.
Στην περηφάνεια των ΤΕΡΤΣΕΤΗ και ΠΟΛΥΖΩΙΔΗ, που δεν υπέκυψαν στις πιέσεις να καταδικάσουν τον Κολοκοτρώνη
Στην αγανάκτηση του ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΥ, όταν δεμένο τον έσπρωξαν στο γκρεμό στην Ακρόπολη».
Δεν χρειάζεται να διαβάσεις περισσότερα, για να καταλάβεις πως έχεις να κάνεις μ’ ένα συνειδητοποιημένο και πικραμένο αριστερό, που έδωσε ό,τι μπορούσε γι αυτό που πίστευε, χωρίς να επιδιώκει θέσεις εξουσίας ή να προβαίνει σε ηλίθιες δηλώσεις, που δείχνουν πως δεν έχει καταλάβει τις απόψεις και τις θέσεις του κόμματος που δήθεν υπηρετεί.
Γεννημένος στη Λέσβο , κάπου μεταξύ Καλλονής και Μυτιλήνης θυμάται με πολλή νοσταλγία και αγάπη τα πρώτα τουλάχιστον οχτώ χρόνια της ζωής του, για να χαθεί αργότερα στο πολύβουο χάος της Αθήνας, εκεί που υπάρχουν δουλειές, χρήματα, επιχειρήσεις και κομπίνες.
Ζώντας σ’ αυτό το χάος, όπου οι φιλίες, οι συντροφικότητες, η προσφορά από τον έναν στον άλλον είναι έννοιες άγνωστες ή δυσεύρετες, θυμάται τους αγωνιστές της μικρής πατρίδας του, όπως τον Προκόπη Πανταζή, τον θρυλικό Πασχαλιά, αλλά και την δική του σύλληψη και εξορία στη διάρκεια της Χούντας, μνημονεύοντας ταυτόχρονα «τους διαγεγραμμένους από το ΚΚΕ» αγωνιστές και στην διάψευση των ελπίδων όσων πίστεψαν σε μια βαθιά κοινωνική αλλαγή και κυρίως στον εξανθρωπισμό των ανθρώπων.
Ο νους του ακόμα γυρίζει στη Λέσβο του 1922, την όχι και καλή, να την πεις υποδοχή των ομόδοξων, ομοεθνών Ελλήνων σε κάθε περίπτωση προσφύγων, που δεν τους γνώρισε ο ίδιος αλλά έμαθε, επιστρέφει στο νησί θυμάται το Κεράμι και του Απελλή, την Φυκιότρυπα και τα Τσαμάκια, μιλά με περισσή νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο, που πολύ λίγο τον έζησε, αλλά τον έμαθε διαβάζοντας και ακούοντας αφηγήσεις. Για να μην αφήσει κι απ’ έξω «την εγγονή μου την Ευρυδίκη, που μου είπε «παππού δεν θα σε ξεχάσω ποτέ».
Ενενήντα πέντε σελίδες, που αξίζει να διαβάσει κανείς, γεμάτες αγάπη για έναν τόπο στον οποίο έζησε νοερά ο συγγραφέας, γιατί οι συνθήκες που δημιούργησαν αυτοί που τον διαφεντεύουν εδώ και δεκάδες χρόνια, φροντίζουν για την δική τους καλοπέραση και ευημερία, αδιαφορώντας για το μέλλον του.