Εμπόριο τίτλων
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, δικηγόρος
Δημοσίευση 10/2/2024
Πριν μπει κάποιος στην ουσία της συζήτησης σχετικά με το αν η παιδεία θα καταστεί αντικείμενο εμπορεύσιμο ή θα συνεχίσει να είναι ένα κρατικό αγαθό, πρέπει να καταστεί σαφές ότι τη στιγμή αυτή κάτι τέτοιο είναι άκαιρο. Και αυτό γιατί το σύνταγμα αναθέτει, τη δεδομένη τουλάχιστον στιγμή, την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Και η αναθεώρηση, η τροποποίηση του συντάγματος γίνεται με ειδική διαδικασία που προβλέπεται σε αυτό, και σίγουρα όχι με νόμο. Επομένως, η υπερψήφιση νομοσχεδίου που θα προβλέπει τη λειτουργία «μη κερδοσκοπικών – μη κρατικών ιδρυμάτων» παρακάμπτει – αν δεν παραβιάζει ευθέως – το σύνταγμα.
Ως προς την ουσία του ζητήματος, θα πρέπει να γίνουν κατανοητά τα εξής: σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημίων είναι μη κρατικά, αλλά δημόσια, υπό την έννοια ότι βρίσκονται υπό την επίβλεψη κρατικών φορέων. Και είναι μη κρατικά, δηλαδή δεν ανήκουν στο κράτος, γιατί, όταν ιδρύθηκαν πολλά από αυτά τα ιδρύματα, δεν υφίστατο καν η έννοια του κράτους. Στην Ελλάδα «μη κρατικό», χωρίς περιστροφές, είναι το ιδιωτικό πανεπιστήμιο.
Αλλά γιατί ένα «μη κρατικό» πανεπιστήμιο στην Ελλάδα αποτελεί μια αρνητική εξέλιξη; Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί έναν από τους τελευταίους μοχλούς κοινωνικής κινητικότητας. Μέσω του δημόσιου πανεπιστημίου και της δωρεάν εκπαίδευσης δίνεται στον πολίτη της μεσαίας και κατώτερης κοινωνικής τάξης να έχει πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση και, στη συνέχεια, να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Πέραν τούτου, ένα «μη κρατικό» - ιδιωτικό πανεπιστήμιο είναι σαφές ότι παράγει μια μονοδιάστατη γνώση. Σε ένα τέτοιο ίδρυμα θα αναπαράγονται εκείνες οι γνώσεις που υπαγορεύονται από τους ιδιοκτήτες. Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι δεν μπορεί να προωθηθεί η έρευνα, που είναι και ένας από τους βασικούς στόχους ενός ακαδημαϊκού, λόγω των εξαντλητικών ωραρίων.
Από εκεί και πέρα, τα επιχειρήματα που ακούγονται υπέρ των «μη κρατικών» ιδρυμάτων είναι από έωλα έως και υποκριτικά. Αναπαράγεται, για παράδειγμα, ότι είναι πολλοί εκείνοι οι φοιτητές που φεύγουν για να σπουδάσουν στην Κύπρο. Αποκρύπτεται, όμως, το γεγονός ότι οι φοιτητές αυτοί είναι σαφώς λιγότεροι από τους Κύπριους που έρχονται να σπουδάσουν στην Ελλάδα. Σχετικά με τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή στα ιδρύματα αυτά, θα προβλέπεται ο μαθητής να έχει βαθμολογηθεί τουλάχιστον με την ελάχιστη βάση εισαγωγής του εκάστοτε επιστημονικού πεδίου. Δηλαδή, οι ίδιοι άνθρωποι που διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους υπέρ της αριστείας, τώρα δίνουν σε κάποιον τη δυνατότητα να σπουδάσει σε υψηλόβαθμες σχολές, ακόμη κι αν έχει στην ουσία αποτύχει στις εξετάσεις του. Τέλος ως προς το επιχείρημα ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα θα λειτουργήσουν θετικά για τα δημόσια πανεπιστήμια, το αντίστοιχο παράδειγμα στον χώρο της υγείας δεν πήγε και τόσο καλά. Είναι πιθανό, μάλιστα, το δημόσιο πανεπιστήμιο να αναγκαστεί, στα πλαίσια του ανταγωνισμού και για να καλύψει λειτουργικές ανάγκες, να επιβάλει δίδακτρα, ενώ το αξιόλογο διδακτικό προσωπικό είναι πιθανό να απομακρυνθεί λόγω των παχυλών μισθών που θα προσφέρονται από τα νέα ιδρύματα.
Προφανώς, το δημόσιο πανεπιστήμιο παρουσιάζει παθογένειες, οι περισσότερες εκ των οποίων, πάντως, οφείλονται στην υποχρηματοδότηση. Όπως και να χει, πάντως, λύση στις παθογένειες αυτές δεν μπορούν σίγουρα να αποτελέσουν υποβαθμισμένα ιδιωτικά ιδρύματα. Κι όσοι ελπίζουν ότι, με τη νέα νομοθεσία, θα έρθουν στην Ελλάδα να δημιουργήσουν οργανωμένα ιδρύματα δημοφιλή πανεπιστήμια του εξωτερικού, που δεν το έχουν κάνει σε καμία άλλη χώρα, μάλλον πλανάται.